“Οι δυσκολότερες στιγμές που έχω ζήσει δεν ήταν όταν δεχόμουν κριτική για ό,τι έλεγα, αλλά όταν ένιωθα ότι η φωνή μου δεν ακουγόταν”
Carol Gilligan (1936- ) Αμερικανίδα ψυχολόγος και φεμινίστρια
Η κριτική μας ενοχλεί. Κι ανάλογα αν είμαστε ευαίσθητοι (κάτι που δεν είναι καλό όταν είναι σε υπερθετικό βαθμό), μπορεί και να μας τσακίσει. Ωστόσο αν κάτι είναι πραγματικά δύσκολο για τον ανθρώπινο νου να αποδεχτεί είναι το να μην μπορεί να αρθρώσει λέξη σε οτιδήποτε του προσάπτουν, το να μην μπορεί να πάρει θέση σε μια κατάσταση στην οποία ξέρει ότι αδικείται, αλλά λόγω διαφόρων συνθηκών, εξωτερικών κι εσωτερικών, να μην μπορεί να υπερασπίσει τα δίκαια του.
Η ικανότητα να μιλάμε και η αίσθηση ότι ακουγόμαστε είναι κάτι που μαθαίνεται από την παιδική μας ηλικία. Το παιδί από πολύ μικρό αρχίζει να δοκιμάζει τις δυνάμεις του στον κόσμο. Φέρνει αντιρρήσεις, διεκδικεί προς απόκτηση νέων οριζόντων, αναζητά να μάθει μέχρι πού φθάνουν τα όρια του. Αν αντιμετωπιστεί με θυμό και διάθεση τιμωρίας γιατί ο γονέας έχει π.χ. την τάση να ελέγχει τα πράγματα και να θέλει να γίνονται πάντα με τον δικό του τρόπο, τότε το παιδί θα αρχίσει να βιώνει τον κόσμο γύρω του μέσα από ένα πρίσμα ανημπόριας κι αδυναμίας. Θα εγκαθιδρυθεί μέσα του μια αίσθηση ότι δεν μπορεί να ελέγξει τίποτα, ότι ό,τι και να κάνει , δεν θα είναι αποτελεσματικό. Φυσικά, δεν θέλουμε επ’ουδενί να εννοήσουμε ότι οι γονείς θα πρέπει να είναι συνέχεια παραχωρητικοί και φοβούμενοι μην τυχόν και στενοχωρήσουν το βλαστάρι τους, να του κάνουν όλα τα χατίρια από ενοχές. Γιατί έτσι μαθαίνουν άθελα τους στο παιδί πώς να είναι ο άρχοντας και ο αρχηγός στο πλαίσιο της οικογένειας κι όταν αυτό κάνει τα πρώτα βήματα στον έξω κόσμο, διαπιστώνει ότι ο κόσμος είναι γεμάτος ματαιώσεις που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει. Πρέπει λοιπόν μέσα από μια σταθερή και λογική συμπεριφορά να εξηγούν στο παιδί κάποια πράγματα επιτρέποντας του να εξερευνά τα όρια του εαυτού του.
Με τον τρόπο αυτό το άτομο μεγαλώνοντας αποκτά και κατακτά τη δυνατότητα να μιλάει από καρδιάς, μια δυνατότητα που δυστυχώς λόγω της ανατροφής των παιδιών, είτε υπερβολικά επιτρεπτικής είτε υπερβολικά τιμωρητικής, δεν συναντάται πολύ συχνά. Κι έτσι χάνονται οι φωνές μας. Κι όταν έρχεται μια δύσκολη στιγμή, δεν ξέρουμε τι να πούμε. Ενοχοποιούμαστε, φοβόμαστε να δείξουμε τον εαυτό μας και στην ουσία, δεν προστατευόμαστε. Γιατί η φωνή είναι η ψυχή. Η δική μας ψυχή. Κι όταν σβήνει η φωνή, σβήνει και η ψυχή μας. Κατακερματίζεται η προσωπικότητα μας , χάνεται η αξιοπρέπεια μας. Ξέρετε, εμείς οι ψυχοθεραπευτές είμαστε πολύ τυχεροί άνθρωποι όπως λέει και ο αγαπημένος μας Ίρβιν Γιάλομ. Ναι μεν η δουλειά μας είναι πολλή απαιτητική, αλλά διδασκόμαστε πολλά από τους συνανθρώπους μας. Και πάνω από όλα βλέπουμε τους προσωπικούς τους αγώνες για την κατάκτηση της φωνής τους. Κάποιοι παλεύουν για μια καλύτερη σχέση, κάποιοι αγωνίζονται να κλείσουν πληγές από το οικογενειακό παρελθόν γενιές πίσω για να συνεχίσουν «αμόλυντοι» πλέον τη ζωή τους, κάποιοι διεκδικούν «με νύχια και με δόντια» την δικαιοσύνη, προσωπική και κοινωνική και πολεμούν ενάντια σε κάθε μορφή αδικίας. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν τη φωνή τους ανακαλύπτουν. Και μέσα από την ψυχοθεραπεία αυτός ο αγώνας ενισχύεται, εξελίσσεται για να δυναμώσει αυτή η φωνή.
Το να λέμε τις αλήθειες μας και να αγωνιζόμαστε γι’ αυτές μας καθιστά λοιπόν πραγματικούς κι ανθρώπινους. Μα πάνω από όλα μας καθιστά ελεύθερους, απαλλαγμένους από «κόμπλεξ» και στην ουσία συν-ανθρώπινους καθώς μόνο ο έχων φωνή, ο πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος δηλαδή μπορεί να σχετιστεί αυθεντικά γιατρεύοντας έτσι τον μοναχικό μας κόσμο. Και με τη φωνή του ασυμβίβαστου Καζαντζάκη: «Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι».